- κομπινεζόν
- τογυναικείο εσώρουχο.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. combinaison «συνδυασμός»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κομπινεζόν, η — και το (λ. γαλλ.), άκλ., γυναικείο εσώρουχο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
μεσοφόρι — και μισοφόρι, το ελαφρύ γυναικείο εσώρουχο που φοριέται κάτω από το φόρεμα, μεσοφούστανο, κομπινεζόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. μεσο φόρι(ο)ν, υποκορ. τού ουδ. μεσό φορον (ενν. ένδυμα) ενός αμάρτυρου επιθ. *μεσόφορος (για τη σχέση μεταξύ μεσοφόρι και… … Dictionary of Greek
μεσοφόρι — το ιού, γυναικείο εσωτερικό φόρεμα, το κομπινεζόν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)